αναδιάλυση

αναδιάλυση
η
η εκ νέου διάλυση (έπειτα από προηγούμενη διάλυση και ανασύσταση).
[ΕΤΥΜΟΛ. < αναδιαλύω. Η λ. μαρτυρείται από το 1840 στον Ξαυέριο Λάνδερερ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • αναδιαλύω — διαλύω εκ νέου, ξαναδιαλύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + διαλύω. ΠΑΡ. αναδιάλυση. Η λ. μαρτυρείται από το 1840 στον Ξαυέριο Λάνδερερ] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”